-
1 κατα-μένω
κατα-μένω ff, μένω), verweilen, verbleiben; ἐνϑάδ' αὐτοῦ καταμενεῖν Ar. Plut. 1187; Plat. Rep. VII, 519 d; τῆς εἰωϑυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. Cyr. 3, 1, 29; Folgende; bei Etwas beharren, ἐπί τινος, ἔν τινι, Sp.
1 κατα-μένω
κατα-μένω ff, μένω), verweilen, verbleiben; ἐνϑάδ' αὐτοῦ καταμενεῖν Ar. Plut. 1187; Plat. Rep. VII, 519 d; τῆς εἰωϑυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. Cyr. 3, 1, 29; Folgende; bei Etwas beharren, ἐπί τινος, ἔν τινι, Sp.